παντάπασιν: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_4)
 
(30)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[παντάπασι]].
|btext=v. [[παντάπασι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εξ ολοκλήρου, [[ολωσδιόλου]], παντελώς<br /><b>2.</b> (σε αρνητική [[πρόταση]]) [[διόλου]], [[καθόλου]]<br /><b>αρχ.</b><br />βεβαίως, αναμφιβόλως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάντα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πᾶσι</i>(<i>ν</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

v. παντάπασι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ.
1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς
2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλου
αρχ.
βεβαίως, αναμφιβόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)].