πανουργώ: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(30)
(No difference)

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, Α πανούργος
1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» — αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.)
2. παθ. πανουργοῡμαι, -έομαι- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.