οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
-έω, Α πανούργος
1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» — αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.)
2. παθ. πανουργοῦμαι, -έομαι- νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες ουσίες.