πανώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(6_16)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνώδῠνος''': -ον, [[πλήρης]] ὀδύνης, ὀδυνηρότατος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 67, Ἐπιφάν. 2. 268.
|lstext='''πᾰνώδῠνος''': -ον, [[πλήρης]] ὀδύνης, ὀδυνηρότατος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 67, Ἐπιφάν. 2. 268.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[γεμάτος]] [[οδύνη]], οδυνηρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ώδυνος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνώδῠνος Medium diacritics: πανώδυνος Low diacritics: πανώδυνος Capitals: ΠΑΝΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: panṓdynos Transliteration B: panōdynos Transliteration C: panodynos Beta Code: panw/dunos

English (LSJ)

ον,

   A all-grievous, λιμός App.BC5.67.

German (Pape)

[Seite 465] ganz od. sehr schmerzhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνώδῠνος: -ον, πλήρης ὀδύνης, ὀδυνηρότατος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 67, Ἐπιφάν. 2. 268.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος οδύνη, οδυνηρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ώδινος (< ὀδύνη), πρβλ. πολυ-ώδυνος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].