πανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(6_2)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανθάνω''': [[πάσχω]], Δαμασκ. ΙΙ. 317Β, Στουδ. 1228Α, Βασιλείου Πορφυρογ. Νεαραὶ 316, Ἐτυμολ. Μέγ. 98, 46., 450, 13., 566, 26.
|lstext='''πανθάνω''': [[πάσχω]], Δαμασκ. ΙΙ. 317Β, Στουδ. 1228Α, Βασιλείου Πορφυρογ. Νεαραὶ 316, Ἐτυμολ. Μέγ. 98, 46., 450, 13., 566, 26.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[πάσχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρ. που έχει προέλθει από το <i>επαθον</i>, αόρ. β' του [[πάσχω]], [[κατά]] το αντίστροφο [[σχήμα]] του [[μανθάνω]] &GT; <i>ἔμαθον</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανθάνω Medium diacritics: πανθάνω Low diacritics: πανθάνω Capitals: ΠΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: panthánō Transliteration B: panthanō Transliteration C: panthano Beta Code: panqa/nw

English (LSJ)

   A = πάσχω, late form in EM98.46, al.

German (Pape)

[Seite 460] = πάσχω, der Etymologie wegen gebildet, E. M., kommt bei Sp. vor.

Greek (Liddell-Scott)

πανθάνω: πάσχω, Δαμασκ. ΙΙ. 317Β, Στουδ. 1228Α, Βασιλείου Πορφυρογ. Νεαραὶ 316, Ἐτυμολ. Μέγ. 98, 46., 450, 13., 566, 26.

Greek Monolingual

Μ
πάσχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που έχει προέλθει από το επαθον, αόρ. β' του πάσχω, κατά το αντίστροφο σχήμα του μανθάνω > ἔμαθον].