παντότης: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_12) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντότης''': -ητος, ἡ, ἐκεῖνο [[ὅπερ]] πᾶν λέγομεν, Δαμασκ. ἐν Wolf’s An. 3. 196, A. B. τ. 3, σ. 1408. | |lstext='''παντότης''': -ητος, ἡ, ἐκεῖνο [[ὅπερ]] πᾶν λέγομεν, Δαμασκ. ἐν Wolf’s An. 3. 196, A. B. τ. 3, σ. 1408. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[πας</i>, <i>παντός]]<br />η [[ιδιότητα]] του παντός. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A all-ness, i. e. integrality, opp. ὁλότης (whole-ness, totality), Dam.Pr.158,al., Simp.in Ph.785.8; ἡ π. ἡ νοητή Procl. in Ti.1.426, cf. ib.390.
German (Pape)
[Seite 465] ητος, ἡ, die Allheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντότης: -ητος, ἡ, ἐκεῖνο ὅπερ πᾶν λέγομεν, Δαμασκ. ἐν Wolf’s An. 3. 196, A. B. τ. 3, σ. 1408.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α [[πας, παντός]]
η ιδιότητα του παντός.