παντοπώλης: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6_19) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντοπώλης''': -ου, ὁ, ([[πωλέω]]) ὁ πωλῶν παντὸς εἴδους πράγματα, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 10· - θηλ. [[παντόπωλις]], ιδος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 155, 42. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533. | |lstext='''παντοπώλης''': -ου, ὁ, ([[πωλέω]]) ὁ πωλῶν παντὸς εἴδους πράγματα, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 10· - θηλ. [[παντόπωλις]], ιδος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 155, 42. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[παντοπώλις]] και παντοπώλισσα / Α και [[πανταπώλης]], θηλ. [[παντόπωλις]], -ιδος, ΝΜΑ<br />αυτός που πωλεί [[κάθε]] είδους πράγματα, [[ιδίως]] τρόφιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μυρο</i>-[[πώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A huckster, Anaxipp.1.10, Ostr.347, 348 (ii B. C.), Ostr.Bodl.i95 (ii/i B. C.):—written πατοπούλης, MAMA3.249 (Corycus); cf. πανταπώλης.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, der allerlei verkauft, Anthipp. bei Ath. IX, 404 a; VLL.; vgl. Poll. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
παντοπώλης: -ου, ὁ, (πωλέω) ὁ πωλῶν παντὸς εἴδους πράγματα, Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 10· - θηλ. παντόπωλις, ιδος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, σ. 155, 42. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.
Greek Monolingual
ο, θηλ. παντοπώλις και παντοπώλισσα / Α και πανταπώλης, θηλ. παντόπωλις, -ιδος, ΝΜΑ
αυτός που πωλεί κάθε είδους πράγματα, ιδίως τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο-πώλης.