παραδιαζεύγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6_3) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραδιαζεύγνυμι''': [[συνδέω]] διαζευκτικῶς, [[ἀξίωμα]] παραδιεζευγμένον, [[πρότασις]] διαζευκτική, Gell. 16. 8. | |lstext='''παραδιαζεύγνυμι''': [[συνδέω]] διαζευκτικῶς, [[ἀξίωμα]] παραδιεζευγμένον, [[πρότασις]] διαζευκτική, Gell. 16. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[συνδέω]] διαζευκτικά («[[ἀξίωμα]] παραδιεζευγμένον» — διαζευκτική [[πρόταση]], Γέλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[διαζεύγνυμι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
A join disjunctively, ἀξίωμα παραδιεζευγμένον a subdisjunctive proposition, Gell.16.8.14, cf. Gal.Inst.Log.15, al.
German (Pape)
[Seite 476] (s. ζεύγνυμι), neben einander stellen und trennen, vgl. Gell. N. A. 16, 8.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιαζεύγνυμι: συνδέω διαζευκτικῶς, ἀξίωμα παραδιεζευγμένον, πρότασις διαζευκτική, Gell. 16. 8.
Greek Monolingual
Α
συνδέω διαζευκτικά («ἀξίωμα παραδιεζευγμένον» — διαζευκτική πρόταση, Γέλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διαζεύγνυμι].