Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παπουτσήδικο: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(30)
(No difference)

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

και παπουτσίδικο και παπουτσάδικο, το
εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων ή κατάστημα όπου πωλούνται υποδήματα, υποδηματοποιείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπούτσι + κατάλ. -ήδικο / -άδικο (πρβλ. παλιατζ-ήδικο, βενζιν-άδικο)].