παρακίω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_3)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακίω''': [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.
|lstext='''παρακίω''': [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[περνώ]] [[μπροστά]] ή [[κοντά]] από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κίω</i> «[[πορεύομαι]], [[βαδίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακίω Medium diacritics: παρακίω Low diacritics: παρακίω Capitals: ΠΑΡΑΚΙΩ
Transliteration A: parakíō Transliteration B: parakiō Transliteration C: parakio Beta Code: paraki/w

English (LSJ)

[ῐ],

   A pass by, τινα Il. 16.263 (tm.).

German (Pape)

[Seite 483] (s. κίω), vorbeigehen, τινά, Il. 16, 263, in tmesi.

Greek (Liddell-Scott)

παρακίω: [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.

Greek Monolingual

Α
περνώ μπροστά ή κοντά από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κίω «πορεύομαι, βαδίζω»].