παρένθυρσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_15)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρένθυρσος''': ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες [[ὕφος]] λόγου, ψευδὲς [[ὕψος]] λόγου, [[εἶδος]] κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.
|lstext='''παρένθυρσος''': ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες [[ὕφος]] λόγου, ψευδὲς [[ὕψος]] λόγου, [[εἶδος]] κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ψεύτικο, προσποιητό [[αίσθημα]] ή [[συναίσθημα]]<br /><b>2.</b> το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, [[είδος]] κακής και ψευδούς ρητορικής.
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρένθυρσος Medium diacritics: παρένθυρσος Low diacritics: παρένθυρσος Capitals: ΠΑΡΕΝΘΥΡΣΟΣ
Transliteration A: parénthyrsos Transliteration B: parenthyrsos Transliteration C: parenthyrsos Beta Code: pare/nqursos

English (LSJ)

ὁ,

   A false sentiment or affectation of style, Theod. ap.Longin.3.5.

German (Pape)

[Seite 516] Ausdruck falscher Begeisterung, unzeitiger Enthusiasmus, vom pathetischen Schwulste der Rede, Longin. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

παρένθυρσος: ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες ὕφος λόγου, ψευδὲς ὕψος λόγου, εἶδος κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ψεύτικο, προσποιητό αίσθημα ή συναίσθημα
2. το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, είδος κακής και ψευδούς ρητορικής.