παρένθυρσος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_15) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρένθυρσος''': ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες [[ὕφος]] λόγου, ψευδὲς [[ὕψος]] λόγου, [[εἶδος]] κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23. | |lstext='''παρένθυρσος''': ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες [[ὕφος]] λόγου, ψευδὲς [[ὕψος]] λόγου, [[εἶδος]] κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> ψεύτικο, προσποιητό [[αίσθημα]] ή [[συναίσθημα]]<br /><b>2.</b> το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, [[είδος]] κακής και ψευδούς ρητορικής. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A false sentiment or affectation of style, Theod. ap.Longin.3.5.
German (Pape)
[Seite 516] Ausdruck falscher Begeisterung, unzeitiger Enthusiasmus, vom pathetischen Schwulste der Rede, Longin. 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
παρένθυρσος: ὁ, τὸ ἄκαιρον καὶ ὀγκῶδες ὕφος λόγου, ψευδὲς ὕψος λόγου, εἶδος κακῆς καὶ ψευδοῦς ῥητορικῆς, Θεόδ. παρὰ Λογγῖν. 3. 5· πρβλ. Winkelm. Gesch. d. Kunst. 5. 3. § 23.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ψεύτικο, προσποιητό αίσθημα ή συναίσθημα
2. το άκαιρο και επιτηδευμένο ύφος λόγου, το πλαστό και προσποιητό, είδος κακής και ψευδούς ρητορικής.