παρεξέτασις: Difference between revisions

From LSJ
(6_9)
(31)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεξέτᾰσις''': ἡ, [[παραβολή]], [[σύγκρισις]], Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 369Β.
|lstext='''παρεξέτᾰσις''': ἡ, [[παραβολή]], [[σύγκρισις]], Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 369Β.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ή Α [[παρεξετάζω]]<br />[[αντιπαραβολή]], [[αντιπαράθεση]], [[σύγκριση]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 517] ἡ, vergleichendes, prüfendes Nebeneinanderstellen, Vergleichung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεξέτᾰσις: ἡ, παραβολή, σύγκρισις, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 369Β.

Greek Monolingual

-άσεως, ή Α παρεξετάζω
αντιπαραβολή, αντιπαράθεση, σύγκριση.