παρεξέτασις

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

German (Pape)

[Seite 517] ἡ, vergleichendes, prüfendes Nebeneinanderstellen, Vergleichung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεξέτᾰσις: ἡ, παραβολή, σύγκρισις, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 369Β.

Greek Monolingual

-άσεως, ή Α παρεξετάζω
αντιπαραβολή, αντιπαράθεση, σύγκριση.