πασπαληφάγος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(6_18) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πασπᾰληφάγος''': -ον, ὁ μὲ πασπάλην τρεφόμενος, γρομφὰς (ὗς παλαιά, σκρόφα) Ἱππῶναξ 63, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει [[γρομφάς]]. | |lstext='''πασπᾰληφάγος''': -ον, ὁ μὲ πασπάλην τρεφόμενος, γρομφὰς (ὗς παλαιά, σκρόφα) Ἱππῶναξ 63, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει [[γρομφάς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που τρέφεται με [[πασπάλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πασπάλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A meal-fed, γρόμφις Hippon.69.
German (Pape)
[Seite 532] γρόμφις, Hippocr. in Phot. lex. nach Porson's Conj., Mehl fressend.
Greek (Liddell-Scott)
πασπᾰληφάγος: -ον, ὁ μὲ πασπάλην τρεφόμενος, γρομφὰς (ὗς παλαιά, σκρόφα) Ἱππῶναξ 63, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει γρομφάς.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρέφεται με πασπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πασπάλη + -φάγος].