μέτειμι: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(13) |
(No difference)
|
Revision as of 01:41, 9 February 2013
English (LSJ)
(εἶμο
A ibo), Att. fut. of μετέρχομαι (q. v.); Dor. inf. μετίμεν Foed.Delph.Pell.2 A 25: impf. μετῄειν: Ep. aor. part. (but v. εἴσομαι 11) μετεισάμενος (v. infr.):—go between or among, μετεισάμενος κρατερὰς ὄτρυνε φάλαγγας Il.13.90; μετεισάμενος Τρώων ἐκέδασσε φάλαγγας 17.285. II go after or behind, follow, abs., ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι 6.341; Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι 13.298; τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων X.HG4.5.8, etc. 2 c. acc., follow, ταὐτὸν ἴχνος Pl.Phdr. 276d. b go to seek or fetch, go in quest of, μετήϊσαν ἄξοντες Hdt.3.28; τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες ib. 15; ἐν ᾧ δὲ τούτους μετήϊσαν ib.19; εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ, . . μέτει πάλιν S.El.430; μετῇσαν στρώματα Ar. Eq.605, cf. Ach. 728; μ. τινὰ . . ἐκ . . Id.Pax 274; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας X.HG2.1.25: metaph., search after, pursue, τέχνην Pl.Phdr.263b, Arist.Sens.436a21; ἑκάστας [τὰς ἀρχὰς] ᾗ πεφύκασιν Id.EN1098b4; μ. περί τινος Id.Rh.Al.1432b3, al.; περί τι Id.Metaph. 1044b4; μ. τὸν λόγον Pl.Men.74d, Sph.252b: abs., pursue a question, οἱ οὕτω μετιόντες Arist.APo.91b24, cf. Pl.Smp.210a, etc. c Trag., pursue with vengeance, εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς [φόνου] τοὺς αἰτίους A. Ch.273, cf.Ag.1666 (troch.), S.El.478 (lyr.); also in Th., τιμωρίαις τοὺς ἀδικοῦντας μ. 4.62; μ. δίκας τινά (δίκας acc. cogn.) execute judgement upon one, A.Eu.231; τὸν διδάσκαλον δίκην μέτειμι E.Ba.346; ἄποινα μέτεισι Διόνυσός δε ib.517. d pursue, go about, δόλῳ μέτειμι . . φόνον Id.Med.391. e canvass for an office, μ. ὑπατείαν, Lat. ambire consulatum, Plu.Publ.11; ἀρχήν Id.Cic.1. f μ. θυσίῃσι [τοὺς ἀνέμους] approach them with sacrifices, Hdt.7.178: c. acc. et inf., ἕνα ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν besought each one not... Th.8.73; also ἕκαστον μετιόντες ὅπως ἀποστήσωσιν Id.3.70 (unless ἀ. goes with ἔπρασσον). III pass by, A.R.2.688. 2 pass over, πρός τινα Hdn.5.4.6. 3 recur, return, ἐκεῖσε ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Ar.Nu.1408, cf. Ach. Tat.6.2.
μέτειμι (εἰμί
A sum), to be among, c. dat. pl., ἄνδρεσσι μετέμμεναι Il. 18.91; ὄφρ' ἂν ζωοῖσιν μετέω 22.388; οἷς ὁ γέρων μετέῃσιν 3.109; εἰ λαοῖσι μετείη Xenoph.2.15: abs., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.2.386. II impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt.1.171, etc.; τί τοῦδε σοὶ μ. πράγματος; A.Eu.575; κἀμοὶ πόλεως μ. S.OT630, cf. Ant.1072, Ar.Av.1666, 1668; πᾶσι μετεῖναι τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1292a3: so part. neut. used abs., οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since they had no more share in the land, Hdt.5.94, cf. Th.1.28, Pl.Lg.900e, etc. 2 sts. the share is added in nom., ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Hdt.6.107, cf. E.IT1299, Pl.Prm.163d; μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον (v. ἴσος 11.2), Th.2.37, Foed. ap. eund. 5.47; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Pl.Ap.19c. 3 with inf. as subj., πᾶσι μέτεστι γινώσκειν Heraclit.116; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν . . ; will it be part of his nature to love falsehood? Pl.R.490b, cf. 606b.