πάτρηθε: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(6_23)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάτρηθε''': καὶ -θεν, Ἐπίρρ., = ἐκ πάτρης, ἐκ τῆς πατρίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 541, κτλ. ΙΙ. ἐκ τῆς πατριᾶς ἢ οἰκογενείας, Δωρ. Εὐξενίδα [[πάτραθε]] Σώγενες Πινδ. Ν. 7. 103.
|lstext='''πάτρηθε''': καὶ -θεν, Ἐπίρρ., = ἐκ πάτρης, ἐκ τῆς πατρίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 541, κτλ. ΙΙ. ἐκ τῆς πατριᾶς ἢ οἰκογενείας, Δωρ. Εὐξενίδα [[πάτραθε]] Σώγενες Πινδ. Ν. 7. 103.
}}
{{grml
|mltxt=και πάτρηθεν και δωρ. τ. [[πάτραθε]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από τη [[χώρα]] τών πατέρων, από την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> από την [[οικογένεια]] ή την [[πατριά]], από τη [[γενιά]] («Εὐξενίδα [[πάτραθε]] Σώγενες», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάτρη]] / [[πάτρα]] «[[πατρίδα]], [[χώρα]] τών πατέρων» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θε</i> / -<i>θεν</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάτρηθε Medium diacritics: πάτρηθε Low diacritics: πάτρηθε Capitals: ΠΑΤΡΗΘΕ
Transliteration A: pátrēthe Transliteration B: patrēthe Transliteration C: patrithe Beta Code: pa/trhqe

English (LSJ)

and πάτρη-θεν, Adv.,

   A = ἐκ πάτρης, from one's native land, A.R. 2.541, etc.    II from a family or clan, Dor. πάτρᾱθε Pi.N.7.70.

German (Pape)

[Seite 535] u. πάτρηθεν, = ἐκ πάτρης, aus dem Vaterlande; D. Per. 657; πάτρηθεν ἀλώμενος, Ap. Rh. 2, 541. Vgl. πάτραθε.

Greek (Liddell-Scott)

πάτρηθε: καὶ -θεν, Ἐπίρρ., = ἐκ πάτρης, ἐκ τῆς πατρίδος, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 541, κτλ. ΙΙ. ἐκ τῆς πατριᾶς ἢ οἰκογενείας, Δωρ. Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες Πινδ. Ν. 7. 103.

Greek Monolingual

και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α
επίρρ.
1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα
2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ. -θε / -θεν].