πατρολύμας: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(6_14)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρολύμας''': ὁ, = [[πατρολέτωρ]], ὁ λυμαινόμενος τὸν πατέρα, Καισάρ. 1032.
|lstext='''πατρολύμας''': ὁ, = [[πατρολέτωρ]], ὁ λυμαινόμενος τὸν πατέρα, Καισάρ. 1032.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πατρολέτωρ]], [[πατροκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λύμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύμη]] «[[κακοποίηση]], [[βλάβη]], [[φθορά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μουσοπαλαιο</i>-<i>λύμας</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πατρολύμας: ὁ, = πατρολέτωρ, ὁ λυμαινόμενος τὸν πατέρα, Καισάρ. 1032.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πατρολέτωρ, πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -λύμας (< λύμη «κακοποίηση, βλάβη, φθορά»), πρβλ. μουσοπαλαιο-λύμας].