πελεθοβάψ: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελεθοβάψ''': ὁ, ἡ, ὁ ἐν πελέθῳ βεβαμμένος «βουτημένος εἰς τὰ σκατά», ἐπώνυμον Θεοδώρου τοῦ Τραγικοῦ, Ἀρκάδ. 94, Ἡσύχ. | |lstext='''πελεθοβάψ''': ὁ, ἡ, ὁ ἐν πελέθῳ βεβαμμένος «βουτημένος εἰς τὰ σκατά», ἐπώνυμον Θεοδώρου τοῦ Τραγικοῦ, Ἀρκάδ. 94, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />βουτηγμένος σε ακαθαρσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλεθος]] «[[κόπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βάψ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλινθο</i>-<i>βάψ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A one who washes away ordure, Hdn. Gr.1.246, Hsch.
German (Pape)
[Seite 550] in den Koth getaucht, Arcad. 44, 13.
Greek (Liddell-Scott)
πελεθοβάψ: ὁ, ἡ, ὁ ἐν πελέθῳ βεβαμμένος «βουτημένος εἰς τὰ σκατά», ἐπώνυμον Θεοδώρου τοῦ Τραγικοῦ, Ἀρκάδ. 94, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
βουτηγμένος σε ακαθαρσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεθος «κόπρος» + -βάψ (< βάπτω), πρβλ. πλινθο-βάψ)].