πελάθω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(6_3)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελάθω''': [ᾰ], [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[πελάζω]] (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.
|lstext='''πελάθω''': [ᾰ], [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[πελάζω]] (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πελάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. [[παράλληλος]] τ. του [[πελάζω]] με [[επίθημα]] -<i>θω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλάθω]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελάθω Medium diacritics: πελάθω Low diacritics: πελάθω Capitals: ΠΕΛΑΘΩ
Transliteration A: peláthō Transliteration B: pelathō Transliteration C: pelatho Beta Code: pela/qw

English (LSJ)

[ᾰ], collat. form of πελάζω (intr.), only pres., used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.132, E.Rh.557, El.1293, cf. Ar. Th.58 (paratrag.).

German (Pape)

[Seite 549] att. intrans. Nebenform von πελάζω; Aesch. frg. 119; τί ποτ' οὐ πελάθει σκοπός, Eur. Rhes. 557; εἰς φθογγάς, El. 1293; οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν, Ar. Ran. 1263.

Greek (Liddell-Scott)

πελάθω: [ᾰ], τύπος ἰσοδύναμος τῷ πελάζω (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.

Greek Monolingual

Α
πελάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. παράλληλος τ. του πελάζω με επίθημα -θω (πρβλ. πλάθω)].