πεντετριάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(6_5)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντετριάζομαι''': ἀποθ., νικῶ [[πεντάκις]] κατὰ σειράν, νικῶ ἐν ἀγῶνι πεντάθλου, Ἀνθ. Π. 11. 84.
|lstext='''πεντετριάζομαι''': ἀποθ., νικῶ [[πεντάκις]] κατὰ σειράν, νικῶ ἐν ἀγῶνι πεντάθλου, Ἀνθ. Π. 11. 84.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> νικώμαι [[πέντε]] φορές σε ένα [[αγώνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[τριάζω]] «[[νικώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντετρῐάζομαι Medium diacritics: πεντετριάζομαι Low diacritics: πεντετριάζομαι Capitals: ΠΕΝΤΕΤΡΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pentetriázomai Transliteration B: pentetriazomai Transliteration C: pentetriazomai Beta Code: pentetria/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be conquered five times, AP11.84 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντετριάζομαι: ἀποθ., νικῶ πεντάκις κατὰ σειράν, νικῶ ἐν ἀγῶνι πεντάθλου, Ἀνθ. Π. 11. 84.

Greek Monolingual

Α
παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + τριάζω «νικώ»].