πεπιστευμένως: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(6_6)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπιστευμένως''': Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.
|lstext='''πεπιστευμένως''': Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[αξιοπιστία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεπιστευμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[πιστεύω]]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπιστευμένως Medium diacritics: πεπιστευμένως Low diacritics: πεπιστευμένως Capitals: ΠΕΠΙΣΤΕΥΜΕΝΩΣ
Transliteration A: pepisteuménōs Transliteration B: pepisteumenōs Transliteration C: pepistevmenos Beta Code: pepisteume/nws

English (LSJ)

Adv., (πιστεύω)

   A truly, Aristox. ap. Stob.4.25.45, Phld.Rh.1.352 S.: πεπιστωμένως, Aq.Is.25.1, Nu.5.22, al.

Greek (Liddell-Scott)

πεπιστευμένως: Ἐπίρρ., ἀληθῶς, ἀξιοπίστως, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 457. 2˙ -ωμένως, Ἀκύλ. Ἀριθμ. Εʹ, 22, Δευτερ. ΚΖʹ, 15, κτλ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με αξιοπιστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπιστευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πιστεύω].