περητήριον: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
mNo edit summary |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περητήριον''': τό, ([[περάω]]) [[εἶδος]] τρυπάνου, «περητηρίῳ. τρυπάνῳ τῷ εὐθεῖ καὶ ὀξεῖ· ἔστι γὰρ καὶ ἕτερον ἡ χοινικὶς» Γαληνοῦ Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 542. | |lstext='''περητήριον''': τό, ([[περάω]]) [[εἶδος]] τρυπάνου, «περητηρίῳ. τρυπάνῳ τῷ εὐθεῖ καὶ ὀξεῖ· ἔστι γὰρ καὶ ἕτερον ἡ χοινικὶς» Γαληνοῦ Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 542. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τρυπάνι]], [[αρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διαβα</i>-<i>τήριον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, (περάω A)
A borer, Hp. ap. Gal.19.129.
German (Pape)
[Seite 564] τό, der Bohrer, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περητήριον: τό, (περάω) εἶδος τρυπάνου, «περητηρίῳ. τρυπάνῳ τῷ εὐθεῖ καὶ ὀξεῖ· ἔστι γὰρ καὶ ἕτερον ἡ χοινικὶς» Γαληνοῦ Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 542.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τρυπάνι, αρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. διαβα-τήριον)].