περίκλεισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_21)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκλεισμα''': τό, [[τόπος]] περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.
|lstext='''περίκλεισμα''': τό, [[τόπος]] περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[περικλείω]]<br />[[τόπος]] κλεισμένος [[ολόγυρα]], [[περιτείχισμα]], [[περίφραγμα]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκλεισμα Medium diacritics: περίκλεισμα Low diacritics: περίκλεισμα Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΜΑ
Transliteration A: períkleisma Transliteration B: perikleisma Transliteration C: perikleisma Beta Code: peri/kleisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A enclosed place, Sch.Lyc.615.

German (Pape)

[Seite 579] τό, das Umschlossene, Schol. Lycophr. 615.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλεισμα: τό, τόπος περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικλείω
τόπος κλεισμένος ολόγυρα, περιτείχισμα, περίφραγμα.