περιθρύλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_23)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιθρύλητος''': καὶ περίθρῡλος, ον, ὡς τὸ [[περιβόητος]], [[περίφημος]], Τζέτζ. Ἱστ. 8, 372, κλ.
|lstext='''περιθρύλητος''': καὶ περίθρῡλος, ον, ὡς τὸ [[περιβόητος]], [[περίφημος]], Τζέτζ. Ἱστ. 8, 372, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ [[περιθρυλούμαι]]<br />[[πολυθρύλητος]], [[περίφημος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιθρυλήτως</i><br />με πολύ [[μεγάλη]] [[φήμη]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθρύλητος Medium diacritics: περιθρύλητος Low diacritics: περιθρύλητος Capitals: ΠΕΡΙΘΡΥΛΗΤΟΣ
Transliteration A: perithrýlētos Transliteration B: perithrylētos Transliteration C: perithrylitos Beta Code: periqru/lhtos

English (LSJ)

[ῡ] and περίθρῡλος, ον,

   A famous, Tz.H.8.371, 7.929. Adv. -ήτως Cat.Cod.Astr.8(4).205.

Greek (Liddell-Scott)

περιθρύλητος: καὶ περίθρῡλος, ον, ὡς τὸ περιβόητος, περίφημος, Τζέτζ. Ἱστ. 8, 372, κλ.

Greek Monolingual

-ον, Μ περιθρυλούμαι
πολυθρύλητος, περίφημος.
επίρρ...
περιθρυλήτως
με πολύ μεγάλη φήμη.