περιλωπίζω: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(6_2)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιλωπίζω''': [[περικαλύπτω]], περιενδύω, «καὶ περιλωπίσαι, [[ὅπερ]] Ὑπερ(ε)ίδης περιδῆσαι εἴρηκεν» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 44.
|lstext='''περιλωπίζω''': [[περικαλύπτω]], περιενδύω, «καὶ περιλωπίσαι, [[ὅπερ]] Ὑπερ(ε)ίδης περιδῆσαι εἴρηκεν» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 44.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[καλύπτω]] [[ολόγυρα]] με [[λώπη]], [[περιενδύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λωπίζω]] / <span style="color: red;"><</span> [[λώπη]] «[[ιμάτιο]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλωπίζω Medium diacritics: περιλωπίζω Low diacritics: περιλωπίζω Capitals: ΠΕΡΙΛΩΠΙΖΩ
Transliteration A: perilōpízō Transliteration B: perilōpizō Transliteration C: perilopizo Beta Code: perilwpi/zw

English (LSJ)

   A strip, gloss on (or perh. glossed by) περιδῦσαι, Poll.7.44 ( = Hyp.Fr.263).

German (Pape)

[Seite 582] rings einhüllen, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

περιλωπίζω: περικαλύπτω, περιενδύω, «καὶ περιλωπίσαι, ὅπερ Ὑπερ(ε)ίδης περιδῆσαι εἴρηκεν» Πολυδ. Ζ΄, 44.

Greek Monolingual

Α
καλύπτω ολόγυρα με λώπη, περιενδύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λωπίζω / < λώπη «ιμάτιο»].