περίκομπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_16)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκομπος''': -ον, [[πλήρης]] κόμπου, [[ὑπερήφανος]], ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.
|lstext='''περίκομπος''': -ον, [[πλήρης]] κόμπου, [[ὑπερήφανος]], ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[γεμάτος]] κομπασμό, [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] / [[χτύπος]], «[[καύχηση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κομπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

περίκομπος: -ον, πλήρης κόμπου, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος κομπασμό, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόμπος / χτύπος, «καύχηση» (πρβλ. πολύ-κομπος)].