περιπέτασμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
(6_22)
(32)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπέτασμα''': τό, τὸ περιπεταννύμενον [[περί]] τι, [[παραπέτασμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2886, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 7, 6.
|lstext='''περιπέτασμα''': τό, τὸ περιπεταννύμενον [[περί]] τι, [[παραπέτασμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2886, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 7, 6.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[περιπετάννυμι]]<br />[[οθόνη]] που απλώνεται [[γύρω]] [[γύρω]] ως [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]] («ἀπήρτησε δὲ καὶ τὰ περιπετάσματα τῶν θυρῶν», <b>Ιώσ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 586] τό, das ringsum, darüber Ausgebreitete, Tuch, Decke, Vorhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέτασμα: τό, τὸ περιπεταννύμενον περί τι, παραπέτασμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2886, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 7, 6.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ περιπετάννυμι
οθόνη που απλώνεται γύρω γύρω ως κάλυμμα, παραπέτασμα («ἀπήρτησε δὲ καὶ τὰ περιπετάσματα τῶν θυρῶν», Ιώσ.).