περιπέτασμα

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

German (Pape)

[Seite 586] τό, das ringsum, darüber Ausgebreitete, Tuch, Decke, Vorhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέτασμα: τό, τὸ περιπεταννύμενον περί τι, παραπέτασμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2886, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 7, 6.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ περιπετάννυμι
οθόνη που απλώνεται γύρω γύρω ως κάλυμμα, παραπέτασμα («ἀπήρτησε δὲ καὶ τὰ περιπετάσματα τῶν θυρῶν», Ιώσ.).