περιπεφυλαγμένως: Difference between revisions

From LSJ
(6_6)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. [[ἀνακῶς]].
|lstext='''περιπεφῠλαγμένως''': Ἐπίρρ., [[μετὰ]] πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. [[ἀνακῶς]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[μεγάλη]] [[προφύλαξη]], πολύ προσεκτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περιπεφυλαγμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[περιφυλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπεφῠλαγμένως Medium diacritics: περιπεφυλαγμένως Low diacritics: περιπεφυλαγμένως Capitals: ΠΕΡΙΠΕΦΥΛΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peripephylagménōs Transliteration B: peripephylagmenōs Transliteration C: peripefylagmenos Beta Code: peripefulagme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A very cautiously, gloss on ἀνακῶς, Erot. (περιφυλ- codd.).

German (Pape)

[Seite 587] wohl bewacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς προφυλάξεως, Ἐρωτιαν. σ. 66 ἐν λ. ἀνακῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με μεγάλη προφύλαξη, πολύ προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφυλαγμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφυλάσσω.