περιρρυής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιρρυής''': -ές, ὁ καταπίπτων ὁλόγυρα, Πῖος παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 664. 39, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως [[περιρρηδής]]. | |lstext='''περιρρυής''': -ές, ὁ καταπίπτων ὁλόγυρα, Πῖος παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 664. 39, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως [[περιρρηδής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που ρέει κυκλικά, που ρέει [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ρυη</i>- του <i>ῥέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρρύη</i>-<i>ν</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>ρρυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A falling down all round, gloss on περιρρηδής, Piusap. Orum in EM664.39.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρυής: -ές, ὁ καταπίπτων ὁλόγυρα, Πῖος παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 664. 39, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως περιρρηδής.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που ρέει κυκλικά, που ρέει ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρρυής (< θ. ρυη- του ῥέω, πρβλ. αόρ. β' ἐ-ρρύη-ν), πρβλ. κατα-ρρυής].