περιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6_8)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρεπής''': -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντίθετ. τῷ [[ἰσόρροπος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.
|lstext='''περιρρεπής''': -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἀντίθετ. τῷ [[ἰσόρροπος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[περιρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], αυτός που με την [[κλίση]] του ασκεί [[πίεση]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῑς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρεπής Medium diacritics: περιρρεπής Low diacritics: περιρρεπής Capitals: ΠΕΡΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: perirrepḗs Transliteration B: perirrepēs Transliteration C: perirrepis Beta Code: perirreph/s

English (LSJ)

ές,

   A falling over on one side, opp. ἰσόρροπος, Hp.Art.50; αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει cause the organs to press on the bladder, Ruf.Ren.Ves.11.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρεπής: -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἀντίθετ. τῷ ἰσόρροπος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.

Greek Monolingual

-ές, Α περιρρέπω
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα μέρος, αυτός που με την κλίση του ασκεί πίεση προς το ένα μέρος («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῑς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).