περιχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_7)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιχώννῡμι''': ἐπισσωρεύω [[χῶμα]] ὁλόγυρα, περιχύνω, τὰς ἀμπέλους Διόδ. 17. 82. ― Παθητ., καλύπτομαι διὰ πηλοῦ, κτλ., ὁ αὐτ. 3. 40· μεταφορ., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Φιλόστρ. 161.
|lstext='''περιχώννῡμι''': ἐπισσωρεύω [[χῶμα]] ὁλόγυρα, περιχύνω, τὰς ἀμπέλους Διόδ. 17. 82. ― Παθητ., καλύπτομαι διὰ πηλοῦ, κτλ., ὁ αὐτ. 3. 40· μεταφορ., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Φιλόστρ. 161.
}}
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[περιχώνω]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχώννῡμι Medium diacritics: περιχώννυμι Low diacritics: περιχώννυμι Capitals: ΠΕΡΙΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: perichṓnnymi Transliteration B: perichōnnymi Transliteration C: perichonnymi Beta Code: perixw/nnumi

English (LSJ)

   A heap earth round, τὰς ἀμπέλους D.S.17.82, cf. Dsc.5.148 (Pass.) :—Pass., to be covered with mud, etc., D.S.3.40 : metaph., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Philostr.VA4.23.    II embank, γῆν PSI6.577.8 (iii B. C.), cf. PLille 1 v 20 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 601] (s. χώννυμι), umschütten, bes. mit ausgegrabener Erde umdämmen, D. Sic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιχώννῡμι: ἐπισσωρεύω χῶμα ὁλόγυρα, περιχύνω, τὰς ἀμπέλους Διόδ. 17. 82. ― Παθητ., καλύπτομαι διὰ πηλοῦ, κτλ., ὁ αὐτ. 3. 40· μεταφορ., περιχωσθῆναι τοῖς τοξεύμασιν Φιλόστρ. 161.

Greek Monolingual

βλ. περιχώνω.