πεταλουργός: Difference between revisions

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
(6_16)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετᾰλουργός''': -όν, = [[πεταλοποιός]], Γλωσσ.
|lstext='''πετᾰλουργός''': -όν, = [[πεταλοποιός]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ<br />ο [[τεχνίτης]] που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές τών ζώων έλξης και ιππασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέταλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετᾰλουργός Medium diacritics: πεταλουργός Low diacritics: πεταλουργός Capitals: ΠΕΤΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: petalourgós Transliteration B: petalourgos Transliteration C: petalourgos Beta Code: petalourgo/s

English (LSJ)

όν, = foreg., Gloss.

German (Pape)

[Seite 604] = πεταλοποιός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰλουργός: -όν, = πεταλοποιός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
ο τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές τών ζώων έλξης και ιππασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].