πιθηκοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐθηκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην. | |lstext='''πῐθηκοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο [[γένος]] τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων [[ὕστερον]] διορισθήσεται», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθηκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A ape-like, Arist.HA498b15, Gal.2.545.
German (Pape)
[Seite 613] ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκοειδής: -ές, ὅμοιος πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην.
Greek Monolingual
-ές ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο γένος τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων ὕστερον διορισθήσεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -ειδής].