πιθανουργός: Difference between revisions
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(6_18) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐθᾰνουργός''': -όν, ὁ ποιῶν τι πιθανόν, πιθανουργὸς τῶν ἀπιθάνων προβλημάτων Ρήτορες (Walz) 7. 218, 15. | |lstext='''πῐθᾰνουργός''': -όν, ὁ ποιῶν τι πιθανόν, πιθανουργὸς τῶν ἀπιθάνων προβλημάτων Ρήτορες (Walz) 7. 218, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] πιθανό, πιστευτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιθανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A making probable, τῶν ἀπιθάνων Sch.Hermog.in Rh.7.218 W.
German (Pape)
[Seite 613] wahrscheinlich machend, die Gabe zu überreden, zu gefallen habend (?).
Greek (Liddell-Scott)
πῐθᾰνουργός: -όν, ὁ ποιῶν τι πιθανόν, πιθανουργὸς τῶν ἀπιθάνων προβλημάτων Ρήτορες (Walz) 7. 218, 15.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιερ-ουργός].