πιστωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_19)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιστωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.
|lstext='''πιστωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ [[πιστώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με [[πίστωση]], [[δανειστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]], [[εγγυητής]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστωτής Medium diacritics: πιστωτής Low diacritics: πιστωτής Capitals: ΠΙΣΤΩΤΗΣ
Transliteration A: pistōtḗs Transliteration B: pistōtēs Transliteration C: pistotis Beta Code: pistwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A confirmer, Hsch.s.v. ἐμπαστῆρας.

Greek (Liddell-Scott)

πιστωτής: -οῦ, ὁ, ὁ πιστοποιῶν, ἐπιβεβαιῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐμπαστῆρας.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πιστώτρια, ΝΑ πιστώ
νεοελλ.
άτομο που δίνει χρήματα ή παρέχει, προμηθεύει εμπορεύματα σε κάποιον με πίστωση, δανειστής
αρχ.
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι, εγγυητής.