πλαγιόθεν: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_6)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιόθεν''': Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, [[μετὰ]] γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.
|lstext='''πλᾰγιόθεν''': Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, [[μετὰ]] γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> από τα [[πλάγια]], από το πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>θεν</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, μετὰ γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από τα πλάγια, από το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μακρό-θεν)].