πλαγιόθεν

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, μετὰ γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από τα πλάγια, από το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μακρόθεν)].