πλάστρια: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(6_10)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάστρια''': ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλάστειρα]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.
|lstext='''πλάστρια''': ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλάστειρα]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[άλλος]] τ. θηλ. του [[πλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -τρια (<b>πρβλ.</b> <i>δικάσ</i>-<i>τρια</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάστρια Medium diacritics: πλάστρια Low diacritics: πλάστρια Capitals: ΠΛΑΣΤΡΙΑ
Transliteration A: plástria Transliteration B: plastria Transliteration C: plastria Beta Code: pla/stria

English (LSJ)

ἡ, fem. of πλάστης, of the μονάς, Theol.Ar.5 ; of φύσις, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, fem. zu πλαστήρ, Bildnerinn, Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 1084.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστρια: ἡ, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλάστειρα, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084.

Greek Monolingual

ἡ, Α
άλλος τ. θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -τρια (πρβλ. δικάσ-τρια)].