πλανησίεδρος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(6_15) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰνησίεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων ἕδραν κινητήν, δηλ. ἐλευθέρως κινούμενος, ἐπὶ τῆς ἐπιγονατίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15. 5. | |lstext='''πλᾰνησίεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων ἕδραν κινητήν, δηλ. ἐλευθέρως κινούμενος, ἐπὶ τῆς ἐπιγονατίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για την [[επιγονατίδα]]) αυτός που έχει κινητή [[έδρα]], που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον [[μηρός]], τὸ δὲ πλανησίεδρον [[μύλη]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάνησις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>εδρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἕδρα)
A having a wandering seat, i.e. moving about freely, of the knee-pan, Arist.HA494a5.
German (Pape)
[Seite 624] von umherschweifendem, unstätem Sitze, Arist. H. A. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνησίεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων ἕδραν κινητήν, δηλ. ἐλευθέρως κινούμενος, ἐπὶ τῆς ἐπιγονατίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύ-εδρος].