πλατύσωμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύσωμος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[σῶμα]], Τζέτζ. Ἱστ. 6. 420. | |lstext='''πλᾰτύσωμος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[σῶμα]], Τζέτζ. Ἱστ. 6. 420. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύσωμος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει πλατύ [[σώμα]] ή αυτός που έχει ευρύ κορμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῶμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a broad body, Tz.H.6.420.
German (Pape)
[Seite 627] mit breitem Körper, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύσωμος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ σῶμα, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 420.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύσωμος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει πλατύ σώμα ή αυτός που έχει ευρύ κορμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + σῶμα.