πλατύκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161. | |lstext='''πλᾰτύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει πλατιούς καρπούς («φύλλα ἔχει πλατυκάρπῳ πράσσῳ ὅμοια», <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with flat fruit, v.l. in Dsc.3.144.
German (Pape)
[Seite 627] mit breiter Frucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πλατιούς καρπούς («φύλλα ἔχει πλατυκάρπῳ πράσσῳ ὅμοια», Διοσκ.).