πλειστονίκης: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_3) |
(33) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλειστονίκης''': [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ. | |lstext='''πλειστονίκης''': [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πλιστονίκης]], ὁ, Α<br />αυτός που νίκησε σε [[πάρα]] πολλούς αγώνες ή σε [[πάρα]] [[πολλά]] αγωνίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A victor in many contests, SIG 1073.3 (Olympia, ii A.D.), BSA26.167 (Sparta, ii A.D., πλιστ-), etc.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστονίκης: [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
και πλιστονίκης, ὁ, Α
αυτός που νίκησε σε πάρα πολλούς αγώνες ή σε πάρα πολλά αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -νίκης (< νίκη)].