πλοκίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_20)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλοκίζομαι''': Παθ., ([[πλόκος]]) [[πλέκω]] τὴν κόμην μου, [[σχηματίζω]] αὐτὴν εἰς πλοκάμους, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Ἱππ. 1277. 49· κόμην ἀφελῶς πεπλ. Ἀρισταίν. 1. 19.
|lstext='''πλοκίζομαι''': Παθ., ([[πλόκος]]) [[πλέκω]] τὴν κόμην μου, [[σχηματίζω]] αὐτὴν εἰς πλοκάμους, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Ἱππ. 1277. 49· κόμην ἀφελῶς πεπλ. Ἀρισταίν. 1. 19.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πλόκος]]<br />[[πλέκω]] τα μαλλιά μου, φτιάχνω πλεξούδες.
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοκίζομαι Medium diacritics: πλοκίζομαι Low diacritics: πλοκίζομαι Capitals: ΠΛΟΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: plokízomai Transliteration B: plokizomai Transliteration C: plokizomai Beta Code: ploki/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A have one's hair braided, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Hp.Ep.15; κόμην ἀφελῶς πεπλ. Aristaenet.1.19:—Act., plait is prob. in PMag.Par.1.1336.

Greek (Liddell-Scott)

πλοκίζομαι: Παθ., (πλόκος) πλέκω τὴν κόμην μου, σχηματίζω αὐτὴν εἰς πλοκάμους, γυνὴ ἀφελὲς πεπλοκισμένη Ἱππ. 1277. 49· κόμην ἀφελῶς πεπλ. Ἀρισταίν. 1. 19.

Greek Monolingual

Α πλόκος
πλέκω τα μαλλιά μου, φτιάχνω πλεξούδες.