πλινθεία: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
(6_9)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλινθεία''': ἡ, ([[πλινθεύω]]) τὸ πλινθεύειν, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Αϳ, 14, κ. ἀλλ.), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 13, 4.
|lstext='''πλινθεία''': ἡ, ([[πλινθεύω]]) τὸ πλινθεύειν, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Αϳ, 14, κ. ἀλλ.), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 13, 4.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πλινθεύω]]<br /><b>1.</b> η [[κατασκευή]] πλίνθων<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> στρατιωτική [[παράταξη]] σε [[σχήμα]] πλίνθου, σε τετραγωνική [[διάταξη]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθεία Medium diacritics: πλινθεία Low diacritics: πλινθεία Capitals: ΠΛΙΝΘΕΙΑ
Transliteration A: plintheía Transliteration B: plintheia Transliteration C: plintheia Beta Code: plinqei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A brickmaking, LXXEx.1.14, al., J.AJ 2.13.4.    II drawing up of an army in square, Suid.s.v. πλινθωτόν.

German (Pape)

[Seite 636] ἡ, 1) das Ziegelstreichen, -brennen, Sp., wie LXX. – 2) das Stellen des Heeres in ein Viereck, Snid.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθεία: ἡ, (πλινθεύω) τὸ πλινθεύειν, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Αϳ, 14, κ. ἀλλ.), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 13, 4.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλινθεύω
1. η κατασκευή πλίνθων
2. στρατ. στρατιωτική παράταξη σε σχήμα πλίνθου, σε τετραγωνική διάταξη.