πλινθεία
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ἡ,
A brickmaking, LXX Ex.1.14, al., J.AJ 2.13.4.
II drawing up of an army in square, Suid.s.v. πλινθωτόν.
German (Pape)
[Seite 636] ἡ, 1) das Ziegelstreichen, -brennen, Sp., wie LXX. – 2) das Stellen des Heeres in ein Viereck, Snid.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθεία: ἡ, (πλινθεύω) τὸ πλινθεύειν, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Αϳ, 14, κ. ἀλλ.), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 13, 4.
Greek Monolingual
ἡ, Α πλινθεύω
1. η κατασκευή πλίνθων
2. στρατ. στρατιωτική παράταξη σε σχήμα πλίνθου, σε τετραγωνική διάταξη.