πνοά: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(SL_2)
(33)
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πνοά, πνοιά</b> (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[breath]] ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) (O. 6.83) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) (N. 10.74) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[wind]], [[gust]] of [[wind]] [[ἴδε]] καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς [[ὄπιθεν]] Βορέα ψυχροῦ (O. 3.31) [[ἄλλοτε]] δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) (P. 5.121) Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[sound]] of [[wind]]-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) (N. 3.79)
|sltr=<b>πνοά, πνοιά</b> (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[breath]] ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) (O. 6.83) καί μιν [[οὔπω]] τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) (N. 10.74) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[wind]], [[gust]] of [[wind]] [[ἴδε]] καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς [[ὄπιθεν]] Βορέα ψυχροῦ (O. 3.31) [[ἄλλοτε]] δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) (P. 5.121) Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[sound]] of [[wind]]-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) (N. 3.79)
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πνοή]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

English (Slater)

πνοά, πνοιά (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.)
   a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) (O. 6.83) καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) (N. 10.74)
   b wind, gust of wind ἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ (O. 3.31) ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων (P. 3.104) μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) (P. 5.121) Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.
   c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) (N. 3.79)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πνοή.