ποικιλόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλόγραμμος''': -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ [[πλήρης]] ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.
|lstext='''ποικῐλόγραμμος''': -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ [[πλήρης]] ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[ποικιλόγραμμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, [[ραβδωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]])].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόγραμμος Medium diacritics: ποικιλόγραμμος Low diacritics: ποικιλόγραμμος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: poikilógrammos Transliteration B: poikilogrammos Transliteration C: poikilogrammos Beta Code: poikilo/grammos

English (LSJ)

ον,

   A striped, Arist.Fr.296.

German (Pape)

[Seite 649] mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόγραμμος: -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ πλήρης ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.

Greek Monolingual

-ο / ποικιλόγραμμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, ραβδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γραμμος (< γραμμή)].