πολιοπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους τῆς [[κόμης]] πολιούς, ἀσπρομάλλης, Κόϊντ. Σμ. 14, 14, Χρησμ. Σιβ. 11. 68. | |lstext='''πολιοπλόκᾰμος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους τῆς [[κόμης]] πολιούς, ἀσπρομάλλης, Κόϊντ. Σμ. 14, 14, Χρησμ. Σιβ. 11. 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολιούς πλοκάμους, γκρίζες πλεξίδες στο [[κεφάλι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μελανο</i>-[[πλόκαμος]], <i>χρυσο</i>-[[πλόκαμος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A greyhaired, Q.S.14.14.
German (Pape)
[Seite 655] mit grauen Locken, Haaren, Qu. Sm. 14, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πολιοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους τῆς κόμης πολιούς, ἀσπρομάλλης, Κόϊντ. Σμ. 14, 14, Χρησμ. Σιβ. 11. 68.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολιούς πλοκάμους, γκρίζες πλεξίδες στο κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πλόκαμος (πρβλ. μελανο-πλόκαμος, χρυσο-πλόκαμος)].