πνῖγμα: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />étouffement, suffocation.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]].
|btext=ατος (τό) :<br />étouffement, suffocation.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ίγματος, τὸ, Α [[πνίγω]]<br />το [[αίσθημα]] του πνιγμού, της ασφυξίας («βήξ... μετ' ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνῖγμα Medium diacritics: πνῖγμα Low diacritics: πνίγμα Capitals: ΠΝΙΓΜΑ
Transliteration A: pnîgma Transliteration B: pnigma Transliteration C: pnigma Beta Code: pni=gma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A choking, βὴξ . . μετὰ π. πολλοῦ Hp.Epid. 7.26; εἰς π. τὸν δῆμον ἔχειν to have it fast by the throat, Cephisodot. ap.Arist.Rh.1411a7.

German (Pape)

[Seite 641] τό, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Arist. rhet. 3, 10; Ael. H. A. 10, 48 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πνῖγμα: τό, (πνίγω) πνιγμός, αἴσθημα πνιγηρόν, ἆσθμα καὶ πν. Ἱππ. 1217D· μεταφορ., εἰς πνῖγμα τὸν δῆμον ἔχοντα τὰς εὐθύνας πειρᾶσθαι δοῦναι Κηφισόδοτος ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
étouffement, suffocation.
Étymologie: πνίγω.

Greek Monolingual

-ίγματος, τὸ, Α πνίγω
το αίσθημα του πνιγμού, της ασφυξίας («βήξ... μετ' ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.).